Κρήτη, με τα ψηλά βουνά, τσ' εύφορες πεδιάδες, τσι ρίμες, τα ριζίτικα και με τσι μαντινάδες.


Κρήτη, γεννήτρα τσ' αρχοντιάς, τση Δόξας και τσ' Ανδρείας τση Λευτεριάς, τση Λεβεντιάς και τση Φιλοξενίας.


Τση Κρήτης είσαι γέννημα, Λύρα μας, παινεμένη κι απ' τη φωνή σου τη γλυκιά μαγεύονται κ' οι ξένοι.


Τση Κρήτης είσαι γέννημα, Λύρα μας, παινεμένη κι απ' τη φωνή σου τη γλυκιά μαγεύονται κ' οι ξένοι.


Η Λύρα με τσι τρεις χορδές πολλές καρδιές σκλαβώνει κ' η μουσική τση Κρήτης μας τον κόσμο ξεσηκώνει.


Βασίλισσα μοναδική στου νου μου το παλάτι, που' χεις τη σκέψη σύμβουλο και το κορμί μου εργάτη.


Έχεις καρδιά που ο Θεός δεν έχει πλάξει άλλη, να τα' χει τοσανά πολλά τα πλούτη και τα κάλλη.


Δώρο ζητώ απ' το Θεό, μικρή μου, την καρδιά σου, για δεν μπορώ ούτε στιγμή να ζήσω χωριστά σου.


Υπάρχουν θάλασσες, στεριές, ήλιοι, φεγγάρια, αστέρια μα γώ προτίμησα να ζώ σκλάβος(α) στα δυο σου χέρια.


Πλια εύκολο μου φαίνεται τ' αστέρια να μετρήσω, παρά τα μάτια σου τα δυο να τα ξελησμονήσω.


Ως καρτερούνε το νερό τα δέντρα κάθε μέρα, σε περιμένω, για να 'ρθείς, άσπρη μου περιστέρα.


Να κάψω θέλει το κορμί, μα την καρδιά θ' αφήσω, γιατί 'σαι μέσα και μπορεί ζωή να σου στερήσω.


Δεν τηνε κάνω την καρδιά κουμάντο μπλιό, μικρή μου, γιατί την κυβερνάς εσύ μαζί με τη ζωή μου.


Νερό δε σβήνει τη φωθιά π' άναψες στο κορμί μου, πάνω στα χέρια σου κρατάς θάνατο και ζωή μου.


Πόσες χιλιάδες όνειρα δε σβήνουν κάθε μέρα, και 'φήνουν έρημες καρδιές στην ταραχή τ'αέρα.


Κράθειε καλά τσ' αγάπης μας, μικρή μου, το τιμόνι, γιατί στο δρόμο τση ζωής παραμονεύουν πόνοι.


Τέθοια πληγή που μ' άνοιξες άλλη κιαμιά δεν είδα, κανένας δεν την είδενε και να μου δώσει ελπίδα.


Με συντροφιά τα βάσανα που μου 'δωκες θα ζήσω, κάτι από σένα 'ναι κι αυτά γι' αυτό θα τα κρατήσω.


Πληγές απού δεν γιαίνουνε μ' άφηκε ο έρωτάς σου, όμως θ' αλλάξουν οι καιροί και θα καεί η καρδιά σου.


Ξέχασες πως στον πόνο σου μαζί και 'γώ πονούσα, και στη δική σου τη χαρά μαζί σου εγελούσα.


Κάμε λογαριασμό και βρες χαρές που σου 'χω δώσει κι αναλογίσου ύστερα πως τσι 'χεις ξεπληρώσει.


Για όλες τσ' αμαρτίες σου κάποτε θα πληρώσεις και μη θαρρείς πως του Θεού μπορείς να του γλιτώσεις.


Μέσα στο τζάκι τση καρδιάς μια φλόγα τρεμοσβήνει, γιατ' η αχαριστία σου ν' ανάψει δεν τη 'φήνει.


Μη λησμονάς πως έγερνες μέσα στην αγκαλιά μου κι εγροίκας απ' τα στήθια μου τσι χτύπους τση καρδιάς μου.


Σαν το μεταξωτό πανί ήταν τα δυο σου χέρια, μα 'δα γινήκανε σπαθιά και δίκοπα μαχαίρια.


Γιάντα τα μάθια σου τα δυο κ' η τόση ομορφιά σου, δεν έχουνε συγγένεια ψεύτρα με την καρδιά σου.


Δυο λόγια μόνο θα σου πω πριν φύγεις και μ' αφήσεις, σκέψου πως είναι δύσκολο φωλιά να ξαναχτίσεις.


Είναι μεγάλος θησαυρός, μικρή μου, η καρδιά σου, χαρά σ' αυτό που η μοίρα του γράφει να ζει κοντά σου.


Δυο περιστέρια όμορφα παίζανε στην αυλή μου, θυμήθηκα τα χάδια σου και ράισε η ψυχή μου.


Έβγα στο παραθύρι σου να γίνει η νύχτα μέρα να πάρει ανάσα η καρδιά και το κορμί μου αέρα.


Άκουσ' ένα γλυκό σκοπό απού στη νύχτ' απλώνει, είν' από κείνη την καρδιά απού για σένα λιώνει.


Ήρθε καιρός οι δυο καρδιές να ζήσουνε ομάδι κι η μια τσ'άλλης να δώσουνε τσ' αγάπης το σημάδι.


Νιόπαντροι καλορίζικα να 'ναι τα στέφανά σας και να 'ρθει ο ίδιος ο Θεός απόψε στη χαρά σας.


Πράμα δεν είναι δύσκολο, την όρεξη σας έχεις, πρέπει να μάθεις τση ζωής όλα να τ' απαντέχεις.


Ποτέ σου σε ψηλό κλαδί μη χτίζεις τη φωλιά σου, γιατί μπορεί να σου κοπούν μια μέρα τα φτερά σου.


Μην απογοητεύεσαι ότι και να σου λάχει κι όταν σου τύχει το κακό, πάντα να δίνεις μάχη.


Καρδιά που ξέρει ν' αγαπά, ποτέ δε μετανιώνει, γιατί με τέχνη το κρατεί τσ' αγάπης το τιμόνι.


Μόνο με δάκρυα δεν μπορείς τον πόνο να γλυκάνεις, σαν δε βρεθεί το γιατρικό τον πόνο σου να γιάνεις.


Να μη ζητάς απ' τη ζωή πλούτη, για να σου δώσει, να τση ζητήσεις μια καρδιά που να μη σε προδώσει.


Φαίνεται πως κι ο ουρανός βάσανα κουλαντρίζει, για κείνο αστράφτει και βροντά και βρέχει και χιονίζει.


Άνθρωπος δίχως όνειρα δεν ημπορεί να ζήσει, όπως το δέντρο δεν μπορεί χωρίς νερό ν' ανθίσει.


Μην τη φοβάσαι τη ζωή, όσο κι αν σ' απελπίζει, γιατί μικρή μου 'ναι τροχός που κάποτε γυρίζει.


Κανείς του Χάρου δεν μπορεί ποτέ να του γλιτώσει, όσο ψηλά κι αν ανεβεί κι όσα λεφτά κι αν δώσει.


Σαν αγαπιούνται δυο καρδιές, πολλές χαρές θωρούνε, τσι πίκρες και τα βάσανα με θάρρος ξεπερνούνε.


Προσωρινή 'ναι η ζωή και πρέπει να σκεφτούμε, ότι δεν είναι δίκαιο καρδιές να τυραννούμε.


Άνθρωπος φεύγει δυστυχής απού την ψεύτρα ζήση, σαν δεν τον αγαπήσουνε και σαν δεν αγαπήσει.


Τη δύναμη του έρωτα κιανείς για να μετρήσει, πρέπει τον κόσμο ολόκληρο να πιάσει να ζηγίσει.


Ζωή με δίχως έρωτα, χαρές, φιλιά και χάδια, μοιάζει με νύχτα Γεναριού που 'χει πυκνά σκοτάδια.


Ο Χάρος τα κληρονομά τα κάλλη και τα πλούτη, πράμα δεν παίρνει ο άνθρωπος απ' τη ζωή ετούτη.


Πολλά περίμενα να βρω στην ψεύτρα τούτη πλάση, μα πριν να φέξει η αυγή, είχε ξαναβραδιάσει.


Δεν παίρνει πράμα ο άνθρωπος μαζί του όταν φεύγει κι αυτός τον κόσμο όσο ζει να καταπιεί γυρεύει.


Βιβλίο πολυσέλιδο τα πάθη μου δε βάνει, τον ουρανό θέλει χαρτί, τη θάλασσα μελάνι.


Κιανείς την ψεύτρα αυτή ζωή δε θέλει να τη χάσει, όσους καημούς και βάσανα και πίκρες αν περάσει.


Φιλότιμο και ανθρωπιά, "άνθρωπος " πρέπει να 'χει κι όχι με το συνάνθρωπο κακία και αμάχη.


Όλοι οι λαοί πρέπει τση γής να συμφιλιωθούμε, να πάψουνε οι πόλεμοι κ' ειρηνικά να ζούμε.


Άνθρωπε, αν δε λογικευτείς, φοβούμαι και λυπούμαι, ότι μια μέρα μόνοι μας θ' αυτοκαταστραφούμε.


Μη με ρωτάς αν σ' αγαπώ για ξάνοιξέ με πρώτα τα δυο μου χείλη μη ρωτάς τα δυο μου μάθια ρώτα


Πως να το πω δεν σ' αγαπώ που μ' άφηκες σημάδι σαν τα σβημένα κάρβουνα είν' η καρδιά μου μαύρη


Πάρτη την καρδιά μου πάρτηνε με το σκληρό σου χέρι και σκίσε την αλύπητα με δίκοπο μαχαίρι


Εκειά θα ' κούσεις μια φωνή να βγαίνει από το στόμα και θα σου πει με πλήγωσες μα σ' αγαπώ ακόμα


Μου πες πως θέλεις την καρδιά να σου τη δώσω οπίσω μα δεν μπορώ αγάπη μου να τηνε ξεχωρίσω


Κι ο ουρανός κι η θάλασσα κι όλα τση γης τα μέρη το μαρτυρούν πως σ' αγαπώ και θα σε κάμω ταίρι


Όλοι μου λεν να σ' αρνηθώ μα γω δεν σ' απαρνούμαι γιατί σ΄ αγάπησα πιστά και το Θεό φοβούμαι


Αχι το φως των αμαθιών και γιάντα σκοτεινιάζει ότι να 'κούσω μια φωνή τα' αγάπης σου να μοιάζει


Το ρόδο βάνω στο νερό κι ολπίζω να φουντώσει ολπίζω κι η αγάπη μας να ξανακαινουργιώσει


Εγώ μ' ένα μικρό δεντρό κι εσύ πουλάκι αν είσαι πέταξε κι έλα με τα με και τη φωλιά σου χτίσε


Το σείσμα και το λύγισμα που κάνεις του κορμιού σου σκλαβώνουνε τον άνθρωπο μα δεν το βάνει ο νους σου


Ολο τον κόσμο γύρεψα περβόλι και περβόλι να βρω μια βίτσα λεμονιά σαν το δικό σου μπόι


Ως και το ντακουνάκι τση και κείνο έχει γνώση και περπατεί σιγά σιγά την κάλτσα μη λερώσει


Ξελησμονώ και τραγουδώ κι ύστερα το λογιάζω πως Δε χαλά το σπίτι μας οντόν αναστενάζω


Δε θέλω κόσμο να θωρούν τα μάθια τα δικά μου ας είναι εκείνα σκοτεινά ως είναι κι η καρδιά μου


Νάταν τα στήθη μου γυαλί να δεις τα σωθικά μου να δεις πληγές που έχουνε τα φύλλα τση καρδιάς μου


Ως τρέμουν τα' άστρα του ουρανού ωστό να ξημερώσει τρέμει κι εμέ η καρδούλα μου ότινα να σ' ανταμώσει


Σαν μου ραϊσεις την καρδιά και σαν μου την μαράνεις που θα τα βρεις τα γιατρικά ύστερα να με γιάνεις


Όποια καρδιά πονεί πολύ γρήγορα θα ραϊσει και θα ρθει ο χάρος να την βρει να την παρηγορήσει


Παρηγορώ την την καρδιά μα δεν παρηγοράται λέω τση χίλια ψώματα μα κείνη τ' αφοράται


Βασανισμένη μου καρδιά δεν είσαι μπλιό δική μου εξεριζώθης κι ήφηκες έρημο το κορμί μου


Μην τα θωρείς τ' χείλη μου πως παίζουν πως γελούνε μαύρες πληγές έχει η καρδιά μα δεν το ομολογούνε

 

ΡΙΖΙΤΙΚΑ

Τρέχουν τα νερά τρέχουν οι βρύσες τρέχουν τρέχουν κι οι άρχοντες να παν να δουν τον γάμο κι γι άρχοντες να παν να δουν τη νύφη πως τη σιάζουνε και πως την-ε στολίζουνε νύφη ολόχρυση και ασημοκουκλωμένη


Αναμεσής του Κρητικού 
και Λιβυκού πελάγους,
 κάθεται μια Βασίλισσα, 
που τηνε λένε "ΚΡΗΤΗ". 
Για θρόνο 'χει τη θάλασσα, 
πορφύρα τσ' ομορφιές τση,
στέμμα την πλια ψηλή κορφή, 
του Γέρου Ψηλορείτη 
και για φρουρούς τα Κάστρα τζη, 
μ' ουλους τσ' Αντρειωμένους. 
Κρήτη, μεγάλη Αρχόντισσα. 

Θεέ και να 'ταν μπορετό, 
να 'βγαινα στσι Μαδάρες, 
να πάρω αέρι καθαρό,
 να πιω νερό από χιόνι.
Να 'κούσω πέρδικας λαλιά,
τσι ζάρας μοιρολόι,
να δω τα' αγρίμια πως πηδούν 
και τσι λαγούς να τρέχουν 
και τσ' Ανδειωμένους στα βουνά, 
ήντα λογιώς περνούνε. 
Κρήτη νησί της Ανδρειάς.